Καλκούτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καλκούτα
      γενική της Καλκούτας
    αιτιατική την Καλκούτα
     κλητική Καλκούτα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το μνημείο της Βικτώριας στην Καλκούτα.

Ετυμολογία

Καλκούτα < αγγλική Calcutta[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kalˈku.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλκούτα

Κύριο όνομα

Καλκούτα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.