Καβοντορίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καβοντορίτισσα οι Καβοντορίτισσες
      γενική της Καβοντορίτισσας των Καβοντοριτισσών
    αιτιατική την Καβοντορίτισσα τις Καβοντορίτισσες
     κλητική Καβοντορίτισσα Καβοντορίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καβοντορίτισσα < Καβοντορίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.vo.doˈɾi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καβοντορίτισσα

Κύριο όνομα

Καβοντορίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καβοντορίτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.