Ιπποκράτειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Ιπποκράτειο | τα | Ιπποκράτεια |
| γενική | του | Ιπποκράτειου & Ιπποκρατείου |
των | Ιπποκράτειων & Ιπποκρατείων |
| αιτιατική | το | Ιπποκράτειο | τα | Ιπποκράτεια |
| κλητική | Ιπποκράτειο | Ιπποκράτεια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιπποκράτειο < από το όνομα του αρχαίου Έλληνα ιατρού Ιπποκράτ(ης) + -ειο
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈkɾa.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ιπ‐πο‐κρά‐τει‐ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ιπποκράτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.