Θύμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Θύμη | οι | Θύμες |
| γενική | της | Θύμης | των | Θυμών |
| αιτιατική | τη | Θύμη | τις | Θύμες |
| κλητική | Θύμη | Θύμες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θύμη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θύ‐μη
- ομόηχο: Θύμι
Μεταφράσεις
Θύμη
|
→ δείτε τη λέξη Θύμι |
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.