Θανόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θανόπουλος οι Θανόπουλοι
& Θανοπουλαίοι1
      γενική του Θανόπουλου
& Θανοπούλου
των Θανόπουλων2
& Θανοπουλαίων
    αιτιατική τον Θανόπουλο τους Θανόπουλους3
& Θανοπουλαίους
     κλητική Θανόπουλε Θανόπουλοι
& Θανοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Θανοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Θανοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θανόπουλος < Θάν(ος) + -όπουλος

Προφορά

ΔΦΑ : /θaˈno.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θανόπουλος

Κύριο όνομα

Θανόπουλος αρσενικό (θηλυκό Θανοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.