Ζωγράφειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ζωγράφειο τα Ζωγράφεια
      γενική του Ζωγράφειου
& Ζωγραφείου
των Ζωγράφειων
& Ζωγραφείων
    αιτιατική το Ζωγράφειο τα Ζωγράφεια
     κλητική Ζωγράφειο Ζωγράφεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ζωγράφειο < από το επώνυμο του δωρητή Ζωγράφ(ος) + -ειο

Προφορά

ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζωγράφειο

Κύριο όνομα

Ζωγράφειο ουδέτερο

  • (επωνυμία) ονομασία ελληνικού σχολείου στην Κωνσταντινούπολη
      Το Ζωγράφειο Λύκειο, όπως και τα υπόλοιπα ελληνικά σχολεία, είναι μία από τις συνέπειες των μεταβολών που επέφερε ο απόηχος του Διαφωτισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν επετράπη να γίνουν αλλαγές στις μη μουσουλμανικές κοινότητες της Πόλης, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. (Χρύσα Σπυροπούλου, Ζωγράφειο, ο Διαφωτισμός στην Πόλη, Η Καθημερινή, 17 Οκτωβρίου 2015)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.