Ζαμπέλλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ζαμπέλλα οι Ζαμπέλλες
      γενική της Ζαμπέλλας
    αιτιατική τη Ζαμπέλλα τις Ζαμπέλλες
     κλητική Ζαμπέλλα Ζαμπέλλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ζαμπέλλα <  δείτε το όνομα Ιζαμπέλλα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ζαμπέλλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.