Εὐριπίδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| εὐρῑπῐδα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Εὐριπίδης | οἱ | Εὐριπίδαι | |
| γενική | τοῦ | Εὐριπίδου | τῶν | Εὐριπιδῶν | |
| δοτική | τῷ | Εὐριπίδῃ | τοῖς | Εὐριπίδαις | |
| αιτιατική | τὸν | Εὐριπίδην | τοὺς | Εὐριπίδᾱς | |
| κλητική ὦ! | Εὐριπίδη | Εὐριπίδαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐριπίδᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Εὐριπίδαιν | |||
| Συνήθως στον ενικό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- δωρικός τύπος : Εὐριπίδας (γενική ενικού σε -εω)
Πηγές
- Εὐριπίδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.