Εύρυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εύρυτος οι Εύρυτοι
      γενική του Εύρυτου
& Ευρύτου
των Εύρυτων
& Ευρύτων
    αιτιατική τον Εύρυτο τους Εύρυτους
& Ευρύτους
     κλητική Εύρυτε Εύρυτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εύρυτος < αρχαία ελληνική Εὔρυτος

Κύριο όνομα

Εύρυτος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.