Επισκοπόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Επισκοπόπουλος οι Επισκοπόπουλοι
& Επισκοποπουλαίοι1
      γενική του Επισκοπόπουλου
& Επισκοποπούλου
των Επισκοπόπουλων2
& Επισκοποπουλαίων
    αιτιατική τον Επισκοπόπουλο τους Επισκοπόπουλους3
& Επισκοποπουλαίους
     κλητική Επισκοπόπουλε Επισκοπόπουλοι
& Επισκοποπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Επισκοποπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Επισκοποπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Επισκοπόπουλος < Επίσκοπος + -όπουλος

Κύριο όνομα

Επισκοπόπουλος αρσενικό (θηλυκό Επισκοποπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.