Επίσκοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Επίσκοπος οι Επίσκοποι
      γενική του Επίσκοπου
& Επισκόπου
των Επίσκοπων
& Επισκόπων
    αιτιατική τον Επίσκοπο τους Επίσκοπους
& Επισκόπους
     κλητική Επίσκοπε Επίσκοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος (κλίση: καρδινάλιος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Επίσκοπος < επίσκοπος
Συγγενή επώνυμα: ιταλικά Piscopo (ναπολιτάνικης προέλευσης piscopo) και στα αγγλικά, με προέλευση την Ιταλία. Αντίστοιχο του ελληνικού επωνύμου Πίσκοπος.

Κύριο όνομα

Επίσκοπος αρσενικό (θηλυκό Επισκόπου)

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.