Ελαιωνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελαιωνίτης οι Ελαιωνίτες
      γενική του Ελαιωνίτη των Ελαιωνιτών
    αιτιατική τον Ελαιωνίτη τους Ελαιωνίτες
     κλητική Ελαιωνίτη Ελαιωνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ελαιωνίτης < Ελαιών(ας) + -ίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /e.le.oˈni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ελαιωνίτης

Κύριο όνομα

Ελαιωνίτης αρσενικό (θηλυκό Ελαιωνίτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.