Εβραίισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Εβραίισσα | οι | Εβραίισσες |
| γενική | της | Εβραίισσας | των | Εβραιισσών |
| αιτιατική | την | Εβραίισσα | τις | Εβραίισσες |
| κλητική | Εβραίισσα | Εβραίισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Εβραίισσα < μεσαιωνική ελληνική Εβραίισσα[1] < Εβραίος + κατάληξη θηλυκού -ισσα < ελληνιστική κοινή Ἑβραῖος < εβραϊκή עברי (ʿiḇrī)
Μεταφράσεις
Εβραίισσα
|
Πηγές
- Εβραίισσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
- Εβραίισσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.