Δρυμαία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Δρυμαία | ||
| γενική | της | Δρυμαίας | ||
| αιτιατική | τη | Δρυμαία | ||
| κλητική | Δρυμαία | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δρυμαία < ελληνιστική κοινή Δρυμαία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾiˈme.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρυ‐μαί‐α
Κύριο όνομα
Δρυμαία θηλυκό, μόνο στον ενικό
-
Δρυμαία στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Δρυμαίᾱ | ||||||
| γενική | τῆς | Δρυμαίᾱς | ||||||
| δοτική | τῇ | Δρυμαίᾳ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | Δρυμαίᾱν | ||||||
| κλητική ὦ! | Δρυμαίᾱ | |||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Δρυμαία < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Πηγές
- Δρυμαία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.