Δρυμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δρυμός
      γενική τοῦ Δρυμοῦ
      δοτική τῷ Δρυμ
    αιτιατική τὸν Δρυμόν
     κλητική ! Δρυμέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δρυμός < δρυμός

Κύριο όνομα

Δρυμός αρσενικό

  1. πόλη της Φωκίδας
     συνώνυμα: Δρυμαία, Δρυμία
  2. τοποθεσία στα σύνορα Αττικής-Βοιωτίας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.