Γλούνιτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γλούνιτσα | ||
| γενική | της | Γλούνιτσας | ||
| αιτιατική | τη | Γλούνιτσα | ||
| κλητική | Γλούνιτσα | |||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γλούνιτσα < αρωμουνική [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣlu.ni.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γλού‐νι‐τσα
Κύριο όνομα
Γλούνιτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.