Διεθνής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Διεθνής | ||
| γενική | της | Διεθνούς | ||
| αιτιατική | τη | Διεθνή | ||
| κλητική | Διεθνή | |||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Διεθνής < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διεθνής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική International
Ουσιαστικό
Διεθνής θηλυκό
- (πολιτική) κάθε μία από τις τέσσερεις διεθνείς ενώσεις κομμουνιστικών ή σοσιαλιστικών εθνικών κομμάτων
- ↪ η Τρίτη Διεθνής ιδρύθηκε από το Λένιν
- παγκόσμιος ύμνος των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κινημάτων και κομμάτων
-
Διεθνής στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Διεθνής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.