Δημοκλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Δημοκλής | οι | Δημοκλείς & Δημοκλήδες ** |
| γενική | του | Δημοκλή & Δημοκλέους * |
των | Δημοκλέων & Δημοκλήδων |
| αιτιατική | τον | Δημοκλή | τους | Δημοκλείς & Δημοκλήδες |
| κλητική | Δημοκλή | Δημοκλείς & Δημοκλήδες | ||
| * Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
| Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δημοκλής < αρχαία ελληνική Δημοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε δημο- + -κλής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.