Δίρφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δίρφη
      γενική της Δίρφης
    αιτιατική τη Δίρφη
     κλητική Δίρφη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η κορυφή Δέλφι της Δίρφης

Ετυμολογία

Δίρφη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Δίρφ(υς) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðiɾ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δίρφη

Κύριο όνομα

Δίρφη θηλυκό

  • βουνό της Εύβοιας, το υψηλότερο του νησιού, στο κέντρο του (κορυφή Δέλφι, 1.743 μ.)

  • Δίρφυς, της Δίρφυος (αρχαία ελληνικά, λόγιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.