Δίρφυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Δίρφυς | ||
| γενική | τῆς | Δίρφυος | ||
| δοτική | τῇ | Δίρφυῐ̈ | ||
| αιτιατική | τὴν | Δίρφυν | ||
| κλητική ὦ! | Δίρφυ | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δίρφυς < → λείπει η ετυμολογία
Σημειώσεις
- και νέα ελληνικά, λόγιο
-
Δίρφυς στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Δίρφυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.