Γραβιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γραβιώτισσα | οι | Γραβιώτισσες |
| γενική | της | Γραβιώτισσας | των | Γραβιωτισσών |
| αιτιατική | τη | Γραβιώτισσα | τις | Γραβιώτισσες |
| κλητική | Γραβιώτισσα | Γραβιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γραβιώτισσα < Γραβιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈvʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γρα‐βιώ‐τισ‐σα
Συγγενικά
- → και δείτε τη λέξη Γραβιά (όνομα οικισμού)
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γραβιώτης
Γραβιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.