Γουναράκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γουναράκης | οι | Γουναράκηδες |
| γενική | του | Γουναράκη | των | Γουναράκηδων |
| αιτιατική | τον | Γουναράκη | τους | Γουναράκηδες |
| κλητική | Γουναράκη | Γουναράκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γουναράκης < Γουναρ(άς) + -άκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣu.naˈɾa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γου‐να‐ρά‐κης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Гунаракис
- λατινικοί χαρακτήρες: Gounarakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.