Γκικόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γκικόπουλος οι Γκικόπουλοι
& Γκικοπουλαίοι1
      γενική του Γκικόπουλου
& Γκικοπούλου
των Γκικόπουλων2
& Γκικοπουλαίων
    αιτιατική τον Γκικόπουλο τους Γκικόπουλους3
& Γκικοπουλαίους
     κλητική Γκικόπουλε Γκικόπουλοι
& Γκικοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γκικοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γκικοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γκικόπουλος < Γκίκ(ας) + -όπουλος

Κύριο όνομα

Γκικόπουλος αρσενικό (θηλυκό Γκικοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.