Γκαλίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γκαλίνα | οι | Γκαλίνες |
| γενική | της | Γκαλίνας | των | (Γκαλίνων) |
| αιτιατική | την | Γκαλίνα | τις | Γκαλίνες |
| κλητική | Γκαλίνα | Γκαλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γκαλίνα < (άμεσο δάνειο) ρωσική Галина
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡaˈli.na/
Μεταφράσεις
Γκαλίνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.