Γατόπουλος
₯==Νέα ελληνικά (el)==
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γατόπουλος | οι | Γατόπουλοι & Γατοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Γατόπουλου & Γατοπούλου |
των | Γατόπουλων2 & Γατοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Γατόπουλο | τους | Γατόπουλους3 & Γατοπουλαίους |
| κλητική | Γατόπουλε | Γατόπουλοι & Γατοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γατοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γατοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.