Γάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γάτος | οι | Γάτοι |
| γενική | του | Γάτου | των | Γάτων |
| αιτιατική | τον | Γάτο | τους | Γάτους |
| κλητική | Γάτο & Γάτε |
Γάτοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γάτος < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.