Γαρουφαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γαρουφαλιά | οι | Γαρουφαλιές |
| γενική | της | Γαρουφαλιάς | των | Γαρουφαλιών |
| αιτιατική | τη | Γαρουφαλιά | τις | Γαρουφαλιές |
| κλητική | Γαρουφαλιά | Γαρουφαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γαρουφαλιά < Γαριφαλιά με τροπή [i] > [u]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.ɾu.faˈʎa/
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.