Γαλλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γαλλικός οι Γαλλικοί
      γενική του Γαλλικού των Γαλλικών
    αιτιατική τον Γαλλικό τους Γαλλικούς
     κλητική Γαλλικέ Γαλλικοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γαλλικός < (άμεσο δάνειο) λατινική Callicum < callicum

Κύριο όνομα

Γαλλικός αρσενικό

  1. ονομασία οικισμού νότια της πόλης του Κιλκίς
  2. ποταμός της Κεντρικής Μακεδονίας (αρχαία ονομασία: Ἐχέδωρος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.