Γαλλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γαλλικός | οι | Γαλλικοί |
| γενική | του | Γαλλικού | των | Γαλλικών |
| αιτιατική | τον | Γαλλικό | τους | Γαλλικούς |
| κλητική | Γαλλικέ | Γαλλικοί | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γαλλικός < (άμεσο δάνειο) λατινική Callicum < callicum
Κύριο όνομα
Γαλλικός αρσενικό
-
Γαλλικός Κιλκίς στη Βικιπαίδεια
(οικισμός) -
Γαλλικός ποταμός στη Βικιπαίδεια
(ποταμός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.