Γαλικιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γαλικιανός | οι | Γαλικιανοί |
| γενική | του | Γαλικιανού | των | Γαλικιανών |
| αιτιατική | τον | Γαλικιανό | τους | Γαλικιανούς |
| κλητική | Γαλικιανέ | Γαλικιανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.li.ci.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐λι‐κι‐α‐νός
Κύριο όνομα
Γαλικιανός αρσενικό (θηλυκό Γαλικιανή)
Συγγενικά
- γαλικιανός
- → και δείτε τη λέξη Γαλικία
Μεταφράσεις
Γαλικιανός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.