Γαλατιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γαλατιώτισσα οι Γαλατιώτισσες
      γενική της Γαλατιώτισσας των Γαλατιωτισσών
    αιτιατική τη Γαλατιώτισσα τις Γαλατιώτισσες
     κλητική Γαλατιώτισσα Γαλατιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γαλατιώτισσα < Γαλατιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.laˈtço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γαλατιώτισσα

Κύριο όνομα

Γαλατιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γαλατιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.