Βουλιαγμένη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βουλιαγμένη οι Βουλιαγμένες
      γενική της Βουλιαγμένης των Βουλιαγμένων
    αιτιατική τη Βουλιαγμένη τις Βουλιαγμένες
     κλητική Βουλιαγμένη Βουλιαγμένες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βουλιαγμένη < βουλιαγμένη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vu.ʎaɣˈme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουλιαγμένη

Κύριο όνομα

Βουλιαγμένη θηλυκό

  1. προάστιο της Αθήνας
  2. (υδρωνύμιο) ονομασία λιμνών της Ελλάδας
  3. χωριό της Ηλείας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.