Βλυχός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βλυχός | οι | Βλυχοί |
| γενική | του | Βλυχού | των | Βλυχών |
| αιτιατική | τον | Βλυχό | τους | Βλυχούς |
| κλητική | Βλυχέ | Βλυχοί | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βλυχός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βλυχός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vliˈxos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλυ‐χός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.