Βλαχόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βλαχόπουλος | οι | Βλαχόπουλοι & Βλαχοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Βλαχόπουλου & Βλαχοπούλου |
των | Βλαχόπουλων2 & Βλαχοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Βλαχόπουλο | τους | Βλαχόπουλους3 & Βλαχοπουλαίους |
| κλητική | Βλαχόπουλε | Βλαχόπουλοι & Βλαχοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βλαχοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βλαχοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vlaˈxo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλα‐χό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Vlahopoulos, Vlachopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.