Βλαχάβα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βλαχάβα | ||
| γενική | της | Βλαχάβας | ||
| αιτιατική | τη | Βλαχάβα | ||
| κλητική | Βλαχάβα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Βλαχάβα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vlaˈxa.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλα‐χά‐βα
Συγγενικά
- Βλαχάβας (επώνυμο)
Ετυμολογία 2
- Βλαχάβα < γενική ενικού του αρσενικού Βλαχάβας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Влахава
- λατινικοί χαρακτήρες: Vlachava
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.