Βενέδικτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βενέδικτος | οι | Βενέδικτοι |
| γενική | του | Βενέδικτου & Βενεδίκτου |
των | Βενέδικτων & Βενεδίκτων |
| αιτιατική | τον | Βενέδικτο | τους | Βενέδικτους & Βενεδίκτους |
| κλητική | Βενέδικτε | Βενέδικτοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βενέδικτος < υστερολατινική Benedictus < benedictus < λατινική benedico < bene + dico
Προφορά
- ΔΦΑ : /veˈne.ði.ktos/
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.