Βελανιδιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βελανιδιώτισσα οι Βελανιδιώτισσες
      γενική της Βελανιδιώτισσας των Βελανιδιωτισσών
    αιτιατική τη Βελανιδιώτισσα τις Βελανιδιώτισσες
     κλητική Βελανιδιώτισσα Βελανιδιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βελανιδιώτισσα < Βελανιδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.la.niˈðʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βελανιδιώτισσα

Κύριο όνομα

Βελανιδιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βελανιδιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.