Βαλτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βαλτική
      γενική της Βαλτικής
    αιτιατική τη Βαλτική
     κλητική Βαλτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βαλτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου βαλτικός

Προφορά

ΔΦΑ : /val.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαλτική

Κύριο όνομα

Βαλτική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η Βαλτική Θάλασσα
  2. (συνεκδοχικά) ολόκληρη η περιοχή της Ευρώπης που περιλαμβάνει τις βαλτικές χώρες, και τη Βαλτική Θάλασσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.