Βαγενάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βαγενάς οι Βαγενάδες
      γενική του Βαγενά των Βαγενάδων
    αιτιατική τον Βαγενά τους Βαγενάδες
     κλητική Βαγενά Βαγενάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βαγενάς < επάγγελμα βαγενάς

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ʝeˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαγενάς

Κύριο όνομα

Βαγενάς αρσενικό (θηλυκό Βαγενά)

Μεταγραφές

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.