Βαβυλών

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Βαβυλών < αρχαία ελληνική Βαβυλών

Προφορά

ΔΦΑ : /va.viˈlon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαβυλών

Κύριο όνομα

Βαβυλών θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βαβυλώνα



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βαβυλών
      γενική τῆς Βαβυλῶνος
      δοτική τῇ Βαβυλῶν
    αιτιατική τὴν Βαβυλῶν
     κλητική ! Βαβυλών
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βαβυλών < ακκαδική 𒆍𒀭𒊏𒆠 (Bābilim, πύλη του Θεού)[1]

Κύριο όνομα

Βαβυλών θηλυκό

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βαβυλώνα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.