Βαβυλωνικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Βαβυλωνικός | ἡ | Βαβυλωνική | τὸ | Βαβυλωνικόν |
| γενική | τοῦ | Βαβυλωνικοῦ | τῆς | Βαβυλωνικῆς | τοῦ | Βαβυλωνικοῦ |
| δοτική | τῷ | Βαβυλωνικῷ | τῇ | Βαβυλωνικῇ | τῷ | Βαβυλωνικῷ |
| αιτιατική | τὸν | Βαβυλωνικόν | τὴν | Βαβυλωνικήν | τὸ | Βαβυλωνικόν |
| κλητική ὦ! | Βαβυλωνικέ | Βαβυλωνική | Βαβυλωνικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Βαβυλωνικοί | αἱ | Βαβυλωνικαί | τὰ | Βαβυλωνικᾰ́ |
| γενική | τῶν | Βαβυλωνικῶν | τῶν | Βαβυλωνικῶν | τῶν | Βαβυλωνικῶν |
| δοτική | τοῖς | Βαβυλωνικοῖς | ταῖς | Βαβυλωνικαῖς | τοῖς | Βαβυλωνικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Βαβυλωνικούς | τὰς | Βαβυλωνικᾱ́ς | τὰ | Βαβυλωνικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Βαβυλωνικοί | Βαβυλωνικαί | Βαβυλωνικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βαβυλωνικώ | τὼ | Βαβυλωνικᾱ́ | τὼ | Βαβυλωνικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Βαβυλωνικοῖν | τοῖν | Βαβυλωνικαῖν | τοῖν | Βαβυλωνικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Βαβυλωνικός < αρχαία ελληνική Βαβυλών + -ικός
Πηγές
- Βαβυλωνικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.