Βίκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βίκη
      γενική της Βίκης
    αιτιατική τη Βίκη
     κλητική Βίκη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βίκη: περικοπή του Βασιλική κατά το αγγλικό χαϊδευτικό:
< (άμεσο δάνειο) αγγλική Vicky, με απολοποίηση ορθογραφική, υποκοριστικό του Victoria <  δείτε  λατινική victoria

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βίκη

Κύριο όνομα

Βίκη θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
      Ούτε ο Φώσκολος δεν θα έγραφε τέτοιο σενάριο, σαν κι αυτό που εκτυλίσσεται τώρα στο Δρομοκαΐτειο, με πρωταγωνίστρια τη Βίκη (...). Αίφνης η σύζυγος του πρώην υπουργού θυμάται πρόσωπα και πράγματα, για μίζες και εξοπλιστικά και ζητεί να μιλήσει με τον εισαγγελέα, για να δώσει συμπληρωματική κατάθεση. (* εφημερίδα Το Βήμα)

  • Βίκυ (μη απλοποιημένη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.