Βίκυ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βίκυ | ||
| γενική | της | Βίκυς | ||
| αιτιατική | τη | Βίκυ | ||
| κλητική | Βίκυ | |||
| όπως «Βίκυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βίκυ: → δείτε το όνομα Βίκη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βί‐κυ
Κύριο όνομα
Βίκυ θηλυκό
Μεταφράσεις
Βίκυ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.