Βίκυ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βίκυ
      γενική της Βίκυς
    αιτιατική τη Βίκυ
     κλητική Βίκυ
όπως «Βίκυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βίκυ:  δείτε το όνομα Βίκη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βίκυ

Κύριο όνομα

Βίκυ θηλυκό

  • γυναικείο όνομα, μη απλοποιημένη γραφή του Βίκη
      Στο μεταξύ, ελεύθεροι αφέθηκαν οι τέσσερις σωφρονιστικοί υπάλληλοι που εκτελούσαν σε βάρδιες τη φύλαξη της Βίκυς (...), οι οποίοι είχαν συλληφθεί. (* εφημερίδα Καθημερινή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.