Βέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βέρα οι Βέρες
      γενική της Βέρας
    αιτιατική τη Βέρα τις Βέρες
     κλητική Βέρα Βέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. Βέρα < αγγλική Vera < ρωσικά Вера < вера (=πίστη)
  2. Βέρα < αγγλική Vera < λατινικά vera (=αληθινή)

Κύριο όνομα

Βέρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.