Βάσιας

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.sças/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βάσιας

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάσιας οι Βάσιες
      γενική του Βάσια
    αιτιατική τον Βάσια τους Βάσιες
     κλητική Βάσια Βάσιες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάσιας < .. Συγκρίνετε με το άκλιτο Βάσια λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Βάσιας αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
      Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938 [μυθιστόρημα]   στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄Γενικού Λυκείου
    Ο Βάσιας απόμενε με ψυχή σφιγμένη. Ένα κύμα απελπισίας ανάδευε μέσα του, ένα ξέσπαγμα ανίσχυρης οργής για την αδυσώπητη Μοίρα.
    [] Τα μάτια του Βάσια παίζαν ανήσυχα.
    [] Αμφιβάλλω, Βάσια, αν αγαπήθηκες ποτέ κι αν αγάπησες.

Ετυμολογία 2

Βάσιας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Βάσιας θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.