Βάρσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάρσος οι Βάρσοι
      γενική του Βάρσου των Βάρσων
    αιτιατική τον Βάρσο τους Βάρσους
     κλητική Βάρσο Βάρσοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βάρσος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvaɾ.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βάρσος

Κύριο όνομα

Βάρσος αρσενικό (θηλυκό Βάρσου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.