Βάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βάθεια | οι | Βάθειες |
| γενική | της | Βάθειας | των | Βαθειών |
| αιτιατική | τη | Βάθεια | τις | Βάθειες |
| κλητική | Βάθεια | Βάθειες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βάθεια < βαθύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐θει‐α
Κύριο όνομα
Βάθεια θηλυκό
Συγγενικά
Αναφορές
- ΦΕΚ Α 151, 7 Ιουνίου 1914 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.