Αὐσόνιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αὐσόνιος Αὐσονί
ιωνικός Αὐσονίη
τὸ Αὐσόνιον
      γενική τοῦ Αὐσονίου τῆς Αὐσονίᾱς τοῦ Αὐσονίου
      δοτική τῷ Αὐσονί τῇ Αὐσονί τῷ Αὐσονί
    αιτιατική τὸν Αὐσόνιον τὴν Αὐσονίᾱν τὸ Αὐσόνιον
     κλητική ! Αὐσόνιε Αὐσονί Αὐσόνιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Αὐσόνιοι αἱ Αὐσόνιαι τὰ Αὐσόνι
      γενική τῶν Αὐσονίων τῶν Αὐσονίων τῶν Αὐσονίων
      δοτική τοῖς Αὐσονίοις ταῖς Αὐσονίαις τοῖς Αὐσονίοις
    αιτιατική τοὺς Αὐσονίους τὰς Αὐσονίᾱς τὰ Αὐσόνι
     κλητική ! Αὐσόνιοι Αὐσόνιαι Αὐσόνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Αὐσονίω τὼ Αὐσονί τὼ Αὐσονίω
      γεν-δοτ τοῖν Αὐσονίοιν τοῖν Αὐσονίαιν τοῖν Αὐσονίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Αὐσόνιος < θέμα Αὐσον- (όπως Αὔσονες) + -ιος
Και ουσιαστικοποιημένο.

Επίθετο

Αὐσόνιος, -α, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • Αὐσόνειος
  • Αὐσώνιος (στον Ησύχιο)
  • για το θηλυκό  δείτε και Αὐσονῖτις και Αὐσονίς

Κύριο όνομα

Αὐσόνιος, -ου αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.