Αἰγινήτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Αἰγινήτης | οἱ | Αἰγινῆται |
| γενική | τοῦ | Αἰγινήτου | τῶν | Αἰγινητῶν |
| δοτική | τῷ | Αἰγινήτῃ | τοῖς | Αἰγινήταις |
| αιτιατική | τὸν | Αἰγινήτην | τοὺς | Αἰγινήτᾱς |
| κλητική ὦ! | Αἰγινῆτᾰ | Αἰγινῆται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰγινήτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Αἰγινήταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- Αἰγινήτης < Αἴγιν(α) + -ήτης
Ουσιαστικό
Αἰγῑνήτης αρσενικό (θηλυκό Αἰγινῆτις)
Ετυμολογία 2
- Αἰγινήτης < Αἰγινήτης (πατριδωνυμικό)
Πηγές
- Αἴγινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
