Αϊτινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αϊτινός | οι | Αϊτινοί |
| γενική | του | Αϊτινού | των | Αϊτινών |
| αιτιατική | τον | Αϊτινό | τους | Αϊτινούς |
| κλητική | Αϊτινέ | Αϊτινοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Αϊτινός αρσενικό (θηλυκό Αϊτινή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αϊτή ή κατέχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.