Αχλαδιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αχλαδιώτισσα οι Αχλαδιώτισσες
      γενική της Αχλαδιώτισσας των Αχλαδιωτισσών
    αιτιατική την Αχλαδιώτισσα τις Αχλαδιώτισσες
     κλητική Αχλαδιώτισσα Αχλαδιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αχλαδιώτισσα < Αχλαδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.xlaˈðʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αχλαδιώτισσα

Κύριο όνομα

Αχλαδιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

  •  και δείτε τις λέξεις Αχλάδι και Αχλαδιά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αχλαδιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.